- θύνναξ
- θύνν-αξ, ᾱκος, ὁ, Dim. of θύννος, Eriph.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύνναξ — θύνναξ, ακος, ὁ (Α) μικρός θύννος, μικρός τόν(ν)ος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα σκύλ αξ, δέλφ αξ] … Dictionary of Greek
θύννακος — θύνναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek